Το Αγιωργητάτσι

Τα Αλώνια του Χωριού

Η σπορά, το θέρισμα και το αλώνισμα

Κείνα τα χρόνια οι βροχάδες ξεκινάγανε από τις 20 του Σεπτέμβρη με το παλιό. Με το σημερινό από τις αρχές Οκτωβρίου. Το παζάρι τότε γινότανε 14 – 26 Οκτωβρίου. Είχαμε πολλές βροχάδες τον Οκτώβριο μήνα. Έβαζε νερά κει μέσα που είναι οι καλύβες (στον Άγιο Δημήτριο), κόντευε να τους πάρει το νερό τους εμπόρους τότε. Εμείς με τον πατέρα μου και όλος ο κόσμος βέβαια, αρχινάγαμε να σπέρνουμε από τις 10 Οκτωβρίου και έπειτα. Οι πρώτοι που αρχινάγανε ήτανε οι Κεφαλιάνοι, γιατί σπέρνανε πολύ αυτοί.

Σπέρνανε 40 ξάγια στάρι (δηλαδή 400 οκάδες και βάλε) και χώρια τα βρωμάρια τα κριθάρια και τα ρέστα. Μετά ο γερο Τσάλας, του Φιλήμου ο πατέρας. Και αυτός έσπερνε πολλά, μπορεί να έσπερνε 30 ξάγια στάρι. Ο Μήτσος ο Τσάλας, του Φλάση ο πατέρας. Ο Παππούς σου ο γερο Προκόπης ο Κλερονόμος, έσπερνε και αυτός 25 – 30 ξάγια. Ο Μπέης και ο Λαμπράκης έσπερναν πολλά, αλλά κάτου από τον Κεφάλα. Ο γερο Αριστείδης του Κικίδη ο πατέρας, Ο γερο Τρακοσάρης ο Χρήστος, της μοδίστρας ο πατέρας, ο πεθερός μου ο γερο Μιχάλης, έσπερνε και αυτός πολλά. Οι άλλοι ήτανε πιο μικροί, τους μεγάλους βάζουμε. Οι μικροί σπέρνανε 10 – 15 ξάγια. Όλοι σπέρνανε, δεν ήτανε άνθρωπος που να μην σπέρνει. Μόνο η Σιφίλιαινα και η Ξηνιάραινα δεν σπέρνανε που ήτανε γυναίκες. Η Ξηνιάραινα ήτανε φτωχή και η Σιφίλιαινα ήτανε χήρα. Ο Ξηνιάρης δεν είχε βόιδι. Μία φορά είχε γοράσει ένα σκοινί και πήγαινε στο παζάρι να γοράσει βόιδι και έλεγε σε όποιους έβλεπε. Στην πάντα μη σας σπάσει το βόιδι. Του λέγανε. Που είναι ρε Δημήτρη το βόιδι; Και έλεγε: Να το σκοινί, δεν το λέπετε το σκοινί; Πάου να γοράσου βόιδι. Αλλά ούτε λεφτά είχε να γοράσει βόιδι, ούτε τόπο είχε να το βάλει.

Ο πατέρας μου μία φορά έσπειρε 18 ξάγια και έκανε 21. Δυστυχία μεγάλη. Και πολλοί την παθαίνανε. Γιαυτό σπέρνανε για να κάνουνε περισσότερα για να ζήσουνε. Λιπάσματα δεν υπήρχανε τότε. Στάρι σπέρνανε σε χωράφια που τα αφήνανε 3 – 4 χρόνια χέρισα και μετά τα οργώνανε πρώτα και μετά τα σπέρνανε. Μετά το Μάρτιο μήνα με Απρίλη, πηγαίνανε και βοτανίζανε τα σπαρμένα, για να μην πνίξει το χορτάρι το στάρι.

Πρώτα - πρώτα σπέρνανε το κριθάρι, μετά το στάρι, μετά την ρόβη για τα βόιδα (βήκος δεν υπήρχε τότε, λίγοι σπέρνανε όχι πολλοί) και τελευταίο σπέρνανε το βρωμάρι και τελευταίο το θερίζανε.

Τα αλέτρια ήτανε ξύλινα. Έφιανε δω στο χωριό ξύλινα αλέτρια ο γερο Τρακοσάρης, της μοδίστρας ο πατέρας, ο Βαγγέλης ο Σταμελιάς, νομίζου ο παππούς σου Προκόπης (ο Κλερονόμος όχι ο Μούντριχας), ο γερο Μπέης, ο Κανταροβασίλης, ο γερο Γληγόρης του γυφτοΒασίλη ο πατέρας και μετά αρχίνισε και έφιαχνε και ο κουφοΣταμάτης.

Ο πεθερός μου ο γερο Μιχάλης, δεν θυμάμαι άλλους.

Ένα αλέτρι τότε το φιάχνανε από ξύλο πλατάνας. Είχε το κουντούρι, που ήτανε το κάτου μέρος, έτσι προς τα πέρα. Στο κουντούρι πάνου καρφώνανε την περιβολάδα (τα σημερινά φτερά). Έκαναν δύο τρύπες στο κουντούρι, μία τέρμα πίσου για να βάλουν την χειρολαβή και μία στη μέση που περνούσε η σπάθη. Η σπάθη ήτανε ένα σίδερο που αποκάτου είχε κεφάλι για να μη βγαίνει προς τα πάνου από το κουντούρι. Ήτανε λίγο καμπουρή προς τα πίσου προς τη χειρολαβή και είχε τρύπες, 2 – 3 τρύπες. Πέντε πόντους μπροστά από την τρύπα της χειρολαβής στο κουντούρι είχε άλλη τρύπα που ξεκίναγε το σταβάρι και ήτανε στην αρχή και αυτό καμπουρωτό. Μέσα από το στιβάρι πέρναγε η σπάθη και με τις τρύπες που είχε κανόνιζες εάν θέλεις να κάνεις το ζευγάρι πιο βαθιά ή πιο ανάβαθα. Το υνί ήτανε σιδερένιο, είχε αυτιά από πίσου σιδερένια που έμπαινε μέσα στο κουντούρι και έπιανε και την περιβολάδα. Δεν το καρφώναμε, σφηνωτό έμπαινε. Τα υνιά τα φιάνανε οι γύφτοι και τσαπιά φιάνανε και δικέλια. Γιαυτό μετά τους σιδεράδες τους λέγανε γύφτους όπως το γυφτοΒασίλη. Οι γύφτοι του χωριού ήτανε στην αρχή δύο αδέρφια. Ο Προκόπης ο Νικολάου (Τσόπη τον λέγανε). Η γεναίκα του τον έλεγε πλακαρό. « κερατά πλακαρέ» του φώναζε, και ο Γιάννης ο Νικολάου. Ο Προκόπης, ήτανε πιο καλός μάστορας και η γεναίκα του, βάραγε βαριά αυτή που του άλλαζε τα φώτα. Ήτανε και τραγουδιστού αυτή, αλλά και μπεκρού όμως. Τόπινε μέχρι ανάσταση. Φώτο τη λέγανε. Τα σίδερα για να φιάξει ο γύφτος τα υνιά και τα τσαπιά τα αγόραζες εσύ και του τα πήγαινες. Από τις πέντε η ώρα το πρωί έπρεπε να πάεις στο γύφτο για να προλάβεις. Του πήγαινες και ένα δύο τενεκέδες κάρβουνα, ανάλογα με τα εργαλεία που ήθελες να φιάξεις. Είχε κάρβουνα και ο γύφτος και άμα δεν φτάνανε τα δικά σου του έλεγες, βάλε και θα σου τα δώσου. Τα κάρβουνα τα φιάναμε εμείς από ρίτσα και φιάναμε τρία τέσσερα ξάγια να περάσουμε το χειμώνα για τα εργαλεία, όχι για το τζάκι μας. Λεφτά δεν δίναμε στους γύφτους, αλλά δίναμε ένα ξάγι στάρι το χρόνο ανάλογα. Άλλοι που σπέρνανε πολλά δίνανε και ενάμισι ξάγι και όσοι σπέρνανε λίγο δίνανε και μισό, με συμφωνία ήτανε αυτά. Ο Προκόπης, ο γύφτος, είχε παιδιά μία Ρίνα, που ήταν η πρώτη κόρη και είχε πάρει έναν άντρα Παριανό, γύφτος και αυτός, που σκοτώθηκε το 1912 – 13 στον πόλεμο. Είχε και μία Λένη, μία Γαρυφαλλιά, μία Δημητρού, μία Κωσταντινιά, τον Βαγγέλη, του Δήμου τον πατέρα και ένα Μήτσο, που πλήγει σε ένα πηγάδι που είχε στο σπίτι του στη Χαλκίδα. Ήτανε μεθυσμένος και έπεσε μέσα στο πηγάδι. Ο Βαγγέλης έπαιζε λύρα και ο Δήμος, ο γιός του, έπαιζε στην αρχή το τούμπανο και μετά βιολί. Ο Γιάννης, ο γύφτος, είχε μία Αγγελικό, μία Λένη, μία Δημητρού, ένα Γιώργη και ένα Γρηγόρη που παντρευτήκανε και μένουνε κάτου κει στους Αρβανίτες στα Κόσκινα, και τον Κώστα που παντρεύτηκε την Καλλιώ. Μία από τις μεγάλες κόρες της Καλλιώς, παντρεύτηκε ένα Κατσαρή και έκανε τον Βαγγέλη τον Κατσαρή, αλλά μετά χώρισε και τον Κατσαρή τον μεγάλωσε η γιαγιά του η Καλλιώ δω στο χωριό. Η Καλλιώ είχε κόρη και την Μπουλού και ένα Γρηγόρη που παντρεύτηκε στα Χάνια.

Τα ζευγάρια τα κάναμε με βόιδα και γελάδες. Ανακατεμένα ήτανε. Μετά το 1920 αρχίσανε και βάλανε στο ζευγάρι και μουλάρια και άλογα και γαϊδούρια. Τα γαϊδούρια ήτανε από το 50 και ύστερα. Τα καλύτερα βόιδα τα είχανε οι Κεφαλιάνοι. Δύο βόιδα σενέχεια. Ο γερο Τσάλας του Φιλήμου ο πατέρας είχε δύο, ο Λαμπράκης είχε δύο, ο Μπέης είχε δύο, και ο παππούς σου, ο Κλερονόμος είχε δύο στην αρχή. Όλο το χωριό είχε βόιδα και κάνανε κολιγιά και πηγαίνανε τη μία μέρα στου ένα και την άλλη στου άλλου. Αυτές τις κολώνες που είναι στην εκκλησία του χωριού, τις φέρανε από τον Άγιο Γιάννη με τα βόιδα του Κεφάλα και του γερο Τσάλα που ήτανε τα πιο δυνατά. Τα ζέψανε και φιάξανε ξυλογαϊδάρες, βάλανε πάνου τις κολώνες και τα φέρανε πάνου. Το βόιδι έχει μεγάλη δύναμη, το άλογο και το μουλάρι δεν έχουν τέτοια δύναμη. Θυμάμαι το βόιδι του γεροΤσάλα το πιο θερίο, ένα βρακουλό θα πήγαινε και 300 οκάδες. Αυτό που θυμάμαι εγώ γιατί πιο μπροστά στις κολώνες, μπορεί να ήτανε άλλα βόιδα. Η δουλειά τους βοϊδιούς ήτανε το ζευγάρι. Αρχίναγε το ζευγάρι Οκτώβρη μήνα και καμία φορά κάνανε και Μάιο και Ιούνιο άμα έκανε βροχές.

Δεν σπέρνανε τον Μάη αλλά λέγανε: Έκανε βροχή και πάου να το γυρίσου για να ηλιοκαεί. Τον Μάιο μήνα,του Αγίου Κωσταντίνου και μετά, αρχίζαμε να θερίζουμε τα κριθάρια και μετά αρχινάγαμε τα στάρια. Θερίζαμε και τα κάναμε λιμάρια, δηλαδή έξι χερόβολα και κάναμε ένα λιμάρι και με τέσσερα λιμάρια κάναμε ένα δεμάτι. Τότε τα ζα τα παίρναμε κοντά και είχαμε πολλές φορές μέρος να τα δέσουμε. Κοντά παίρναμε τις γίδες ,το μουλάρι, το άλογο και τη γελάδα ή το βόιδι ό,τι είχες. Τις προβάτες τις μολάγαμε στα πρόβατα. Πρόβατα ήτανε πολλοί που είχανε. Ο παππούς σου ο Βασίλης ο Ρήγας είχε, ο Μάγερας, ο Νιόρνης, ο γερο Γληγόρης, ο γερο Μπέης, ο Μπονόλης, ο γερο Μιχάλης ο Βάσσος, ο Γιούλας, ο Λαμπράκης, ο Θανάσης ο Δάσκαλος, ο γερο Μπούρικας ο Γιώργης, ο γερο Τέλης, ο Τσυριάκος του Παπάγου ο πατέρας, όλοι είχανε τριάντα-σαράντα μέχρι πενήντα πρόβατα όχι παραπάνου. Δεν είχανε τότε τριφύλλια να ταγίσουνε ούτε μπαμπακόπιττα ούτε τίποτα. Με το κλαράτσι από το ρωμάνι ή με καμιά ελιά που καθαρίζαμε.

Τα λιμάρια τα κάναμε δεμάτια. Δεκαέξι λιμάρια ένα φόρτωμα. Είχαμε δεματικά από σίκαλη. Τι βάζαμε στο νερό για να μη σπάει το καλάμι και μετά λούρωνε και φιάναμε τα δεματικά ο καθένας μοναχός του. Άμα συμπληρώναμε ένα φόρτωμα, το δέναμε, το φορτώναμε και το φέρναμε στο αλώνι. Οι πιο πολλοί είχανε τα αλώνια τους, αλλά και όσοι δεν είχανε, ρωτάγανε και τα βάζανε δίπλα σε γνωστούς τους που είχανε αλώνι και αλωνίζανε με τη σειρά. Δεν αφήναμε δεμάτια στα χωράφια όχι γιατί φοβόμασταν να μη μας τα πάρουνε, (στο αλώνι μας κλέβανε καμία φορά) αλλά γιατί θέλαμε να κάνουμε ανοιχτό μέρος να βόσκουνε τα ζα μας, γιατί άμα θέριζες έφευγες από αυτό το χωράφι και δεν ξαναγύριζες μετά. Θερίζαμε από το πρωί που έβγαινε ο ήλιος μέχρι το βράδυ που βασίλευε ο ήλιος. Δεν είχε οχτάωρο εκεί πέρα, ήλιο με ήλιο πηγαίναμε. Σταματάγαμε καμία ώρα το μεσημέρι να φάμε και να ξεκουραστούμε. Σε ένα καλό χωράφι ένας άνθρωπος θέριζε από οχτώ δεμάτια και πάνου την ημέρα. Ένα καλό δεμάτι στάρι έβγαζε πέντε με έξι οκάδες στάρι, μισό ξάγι περίπου.

Το θέρος κάνανε δεκαπέντε με είκοσι μέρες να θερίσουνε τα χωράφια τους ο καθένας. Σε αυτούς που σπέρνανε πολλά, θερίζανε οι άλλοι τα χωράφια τους και πηγαίνανε και τους βοηθάγανε. Τα δεμάτια τα κουβαλάγαμε με τα ζα. Άλλος είχε μουλάρι, άλλος είχε γαϊδούρι, άλλος είχε άλογο και τα πηγαίναμε στο αλώνι και τα κάναμε θημωνιά. Τη θημωνιά την αφήναμε δεκαπέντε με είκοσι μέρες για να στεγνώσουν τα δεμάτια, γιατί άμα αφήναμε να ξεραθεί και μετά να θερίσουμε χάναμε και σπόρο. Στο χωριό είχαμε πολλά αλώνια. Ήτανε τρία αλώνια το ποκάτου μέρος από τη δεξαμενή κατε το χωριό. Κεί που είναι του Μιχάλη του Γρηγόρη του Ορφανού το σπίτι που χτίζει σήμερα, ήτανε του Γιωργάτση (Γεώργιος Αϊδίνης), αδερφός του Σταύρου. Το άλλο δίπλα, ήτανε του Σταύρου του αδερφού του και είναι αμοίραγο ακόμα και δίπλα ήτανε του Δημήτρη του Αϊδίνη, πατέρα του μπάρμπα Τάσου του Τρακοσάρη. Ποπάνου μεριά, δίπλα στη δεξαμενή προς το χωριό, είχε ο γερο Γληγόρης και δίπλα ο αδερφός το ο Γιώργης(Ρήγας), τον λέγανε παρατσούκλι Καρκαλέτση και ένα κόμα δίπλα είχε και του Κρεουζή ο πατέρας ο Βαγγέλης. Παραποκάτου είχε ο Λεωνίδας ο Ρήγας και πιο ποκάτου είχε ο Κικίδης. Μετά είχε ο Γιαννούλης (Γιώργης Βάσσος), μετά είχε ο Γιάννης ο Μπούρικας. Συνέχεια κατεκάτου κατε το χωριό είχε ο γερο Λιονιδάτσης ο Κρόκος. Ποκάτου μεριά είχε ο Κλερονόμος. Κεί που ήτανε ο πάνου τσιτσέρεφος, ποκάτου μεριά είχανε ο Γιώργης ο Μπούρικας και ο Τζελής ο Καραμουζάς. Απέναντι από αυτούς κατε το χωριό ήτανε ο Αγγελής ο Τσάλας (Τζελάρας). Από κάτου από του Γιώργη του Μπούρικα και του Τζελή ήτανε Φιλαγιάνικο, το είχε ο Μπαλώκας (Γεώργιος Φιλάος) με τον Τάσο τον αδερφό του. Από κάτου από αυτούς είχε ο Χαρίτος. Ποκάτου από του Χαρίτου είχε ο Μπέης που το είχε στρώσει με πλάκες. Πλάκες δεν είχε άλλο αλώνι. Λίγες είχε βάλει ο Σίδερης σε ένα αλώνι που είχε στο Σουβλί. Το μισό γιατί δεν πρόλαβε να τις βάλει όλες, πέθανε. Ποκάτου από του Μπέη ήτανε της Λενιώς ( του Γιώργη του Μπούρα του Αϊδίνη ). Ποκάτου ήτανε οι Κροτσάνοι, ο Λιωνής με τον Τάσο. Απέναντι από τα Κροτσάνικα κατε το χωριό είχε ο Γιάννης ο Ντούνας, της Μπαλάνενας ο πατέρας. Ποκάτου μεριά είχε ο Νιόρνης με το Μάγερα, τα δύο αδέρφια οι Ρηγιάνοι. Πιο πακάτου κατέ του Μιχαλακού το σπίτι, είχε ο Μπέης αλώνι, άλλο κειποκάτου. Από κάτου από τα Κροτσάνικα κατε το νεκροταφείο ήτανε του Διαμαντή. Ανάμεσα σε αυτά τα δύο αλώνια ήτανε ο κάτου τσιτσέρεφος. Δίπλα πό του Διαμαντή κατε το χωριό, ήτανε του Νικολού του Αϊδίνη (της Τίγκενας ο πατέρας ). Κει που είναι σήμερα του Γιαγκούλα το σπίτι (σήμερα του Θανάση του Φιλάου) ήτανε το Μουντριχέικο. Είχε μερτικό και ο Μπαλώκας, το είχανε από τις γυναίκες τους. Δίπλα από του Γιαγκούλα προς το χωριό ήτανε ένα, που το είχανε δύο – τρείς. Πήγαινε ο Γαλάνης, πηγαίνανε και οι Φιλαγιάνοι. Κει που είναι το σπίτι του Προκόπη του Σταμελιά, ήτανε το Σταμελιάνικο αλώνι. Από του Διαμαντή ποκάτου κατε το Αιγαίο, ήτανε του γερο Τρακοσάρη του Χρήστου και το γόρασε ο Μήτσος ο Τσάλας. Δίπλα από αυτό κατε το χωριό είχε ο Ρημίτας. Εκεί που είναι σήμερα το σπίτι του Καραντάνη, ήτανε του Νικολέτα. Ποκάτου του Βλάχου. Ποκάτου από αυτό το Κανταριάνικο. Ποκάτου μεριά ήτανε του Κικίδη με του Νικολέτα πάλι. Δίπλα από αυτά κατε το χωριό, ήτανε του Θανάση του Δημητρίου. ( Κει που είναι σήμερα το σπίτι του Τάσου του Τρακοσάρη ). Ποκάτου από του Κικίδη προς το Αιγαίο, ήτανε του Σκαρτσούμπη. (Βασίλη Αϊδίνη). Δίπλα ήτανε το Μπαχαριάνικο του Μπινιγιώτη. Δίπλα ήτανε του Στρατή του Ρήγα με του γερο Τέλη μαζί, κει που είναι του Καραμπινιέρη το σπίτι και του Μήτσου του Μπούρικα. Μετά από αυτά είχαμε στο Σουβλί του Ανέστη του Αϊδίνη ( πατέρα του Κουτσόκωστα). Δίπλα ήτανε του Σίδερη του Αϊδίνη. Ποκάτου του Μιχάλη του Βάσσου (το δικό μας σήμερα). Δίπλα από το σπίτι του Βασίλη του Μπαχάρα ήτανε του Κουτσόσταυρου και του Κεφάλα και του Λαμπράκη κατε τη Συληβρία. Και του Λαμπράκη το αλώνι ήτανε όλο πέτρα. Πέτρα είχε και το αλώνι του Κανταροβασίλη, που ήτανε κει που είναι του Βασίλη του Παπαγεωργίου το σπίτι σήμερα. Αλώνι είχε κει που είναι σήμερα του Νούλη το μαγαζί ο Θανάσης ο Δημητρίου. Είχε κιάλλο ποπάνου στ αλώνια, αλλά ήτανε μικρό και επειδή δεν τον χώραγε, έφιαξε πιο μεγάλο δωκάτου, αλλά και για τον καιρό που φύσαγε πιο καλά. Δωκάτου έβαζε 7-8 άλογα ενώ κειπάνου έβαζε 2-3 δεν έβαζε παραπάνου. Είχε και ο Μητρουλίτσας ( ο πατέρας του Τραμπούκου) αλώνι στο Πλατανάτσι στο χωράφι μας από πάνου. Τα πιο μεγάλα αλώνια ήτανε του Νικολού του Τσάλα ( Φέσσα τον λέγανε παρατσούκλι), ήτανε ανατολικά από το πνευματικό κέντρο κατε τον Άγιο Χαράλαμπο, το Μπαχαριάνικο του Λιόλιου και του Λουκά Μπαχάρα, ήτανε πίσου από τα σπίτια του Καραμπινιέρη, του Μήτσου του Μπούρικα και του Παπάγου και το τρίτο του Σπίγκου που ήτανε στο Σουβλί ποκάτου από του Κουτσόκωστα, κει που έχει σήμερα στάβλο ο Βαγγέλης ο Τσάλας. Για όσα αλώνια δεν ήτανε χάμου πλάκες, μαζεύαμε βούλιθα. Βγαίναμε γύρω τα βόιδα όλα και τα μαζεύαμε 2-3 μέρες, τα κάναμε σουρό σε ένα μέρος εκεί πέρα και τα σκεπάζαμε με σίνια από πάνου για να μη ξεραθούνε γιατί τα μαζεύαμε μόλις τα κάνανε τα βόιδα. Σου λέου πηγαίναμε τη νύχτα και ξυπνάγαμε τα βόιδα να χέσουνε και να τα πάρουμε. Τα βάζαμε μέσα σε κόφες που από κάτου – κάτου βάζαμε 2-3 σίνια να μην τρέχουν ζουμιά και λερώσουμε. Τη νύχτα πηγαίναμε, όποιος προλάβαινε τα περνε. Τον καιρό που πήγαινα εγώ, άμα ήτανε μαζεμένα έφευγα, πήγαινα αλλού. Πηγαίναμε μέχρι τα Κρεμαστιανά, γιατί οι Κρεμαστιανοί είχανε πιο πολλά βόιδα από μας. Μετά μαζεύαμε καζάνια, 4-5 ανάλογα με τα βούλιθα που είχαμε. Βάζαμε μέχρι τη μέση νερό και μετά βάζαμε τα βούλιθα μέσα και με τα χέρια τα λιώναμε. Γενότανε σαν αλοιφή. Άμα το βούλιθο ήτανε ξερό δεν έλιωνε, ή ήτανε ζόρικο να λιώσει. Στα αλώνια τα λιώναμε όχι στα σπίτια. Μετά τα χύναμε κάτου και με μία σκούπα από αστιβία το απλώναμε. Δύο τρεις σκούπες είχες, δεν είχες μία μονάχα. Το απλώναμε όσο ήτανε το αλώνι και το αφήναμε να στεγνώσει μία μέρα δύο. Αυτό γινότανε σκληρό. Όχι σαν πέτρα, αλλά πιο σκληρό από χώμα. Το βάζαμε για να μην παίρνουμε χώμα από κάτου. Μετά από δύο μέρες και μετά, γιατί έπρεπε να στεγνώσει καλά, αρχινάγαμε το αλώνισμα. Στρώναμε το αλώνι με δεμάτια. Αρχινάγαμε από το στιχερό και βάζαμε γύρω- γύρω από αυτό τέσσερα δεμάτια όρθια και δεμένα, γιατί άμα έμπαινε μέσα ο βαλμάς να πατήσει για να βαρίσει τα άλογα και ήτανε τα δεμάτια λυτά θα βούλιαζε. Μετά γύρω-γύρω από αυτά ώσπου να γεμίσει το αλώνι βάζαμε όρθια τα άλλα δεμάτια αλλά λυτά, το βγάζαμε το δεματικό. Μετά βάζαμε τα άλογα. Ανάλογα με τα δεμάτια ήτανε και τα άλογα. Πήγαινε περίπου ένα άλογο κάθε σαράντα δεμάτια. Άμα είχες 100 δεμάτια έβαζες τρία άλογα. Μία φορά ο Κουτσόσταυρος είχε διακόσα δεμάτια και έβαλε δύο άλογα. Κόντεψε να μας πεθάνει με τον μακαρίτη τον Κούτουνα. Πηγαίνανε τα άλογα 15-20 βόλτες δεξιά και μετά τα γυρίζαμε πάλι αριστερά. Στο γυρισμό το άλογο που ήτανε πιο κοντά στο στιχερό (το ακρινάρι), έβγαινε πόξου και ήτανε ακρινάρι από το έξου μέρος. Το δεύτερο από το στιχερό το λέγανε μασκαλάρι και στο γυρισμό γινότανε μασκαλάρι από το έξου μέρος προς τα μέσα. Τα βαράγαμε 15-20 φορές δεξιά-αριστερά (τύλιγμα-ξετύλιγμα του σκοινιού στο στιχερό) και μετά τα αφήναμε για να βγάλουμε τον αφαλό. Αφαλός λεγότανε αυτά τα τέσσερα δεμάτια που ήτανε κοντά στο στιχερό. Τα λύναμε και τα σκορπάγαμε γύρω-γύρω σταλώνι. Μετά τα βαράγαμε 20-25 φορές πάλι δεξιά-αριστερά, γύρω στη μιάμιση ώρα και μετά αφού έστρωνε, τα βγάζαμε έξω και το γυρίζαμε με τα δικούλια που ήτανε ξύλινα και είχανε 2-3 πιρούνες. Σιδερένια δικούλια δεν θυμάμαι. Με το γύρισμα πήγαινε το ποπάνου ποκάτου. Οι άντρες την κάνανε αυτή τη δουλειά, οι βαλμάδες. Οι γυναίκες δεν είχανε δουλειά στο αλώνισμα, ήτανε για το ξανέμισμα. Μετά ξαναβάζαμε τα άλογα μέσα. Το ίδιο βάρημα πάλι. Δεξιά και αριστερά γύρισμα. Όταν πήγαινε έντεκα με εντεκάμιση η ώρα, τα βγάζαμε τα άλογα να τους βάλουμε να φάνε, να τα ποτίσουμε και να ξεκουραστούνε καμιά ώρα ώσπου να πας να τα ποτίσεις και να γυρίσεις στη κάτου βρύση ή στου Κοκόση το πηγάδι. Το γυρίζαμε πρώτα πάλι το αλώνι για να λιαστεί κιόλας λιγάκι και μετά πηγαίναμε και ποτίζαμε τα άλογα. Μετά το γύρισμα και πριν πάμε τα άλογα για πότισμα, τρώγαμε κιόλας. Φέρνανε και φαγητό. Είχαμε τρία φαγιά. Τρώγαμε στις 11, τρώγαμε στις 2 και το βράδυ που τελείωνε το αλώνι είχαμε και άλλο φαΐ. Κατά τις 12 τα ξαναβάζαμε πάλι μέσα, αλλά τους αλλάζαμε σειρά. Τα ακρινάρια πηγαίνανε μασκαλάρια ή τριτάρια ( στη μέση άμα ήτανε έξι άλογα ) Όσα άλογα δεν ήτανε και πολύ γερά τα έτρωγε η μέση συνέχεια, για να φτάνεις να τα βαράεις με τη βίτσα. Άμα δεν είχανε άλογα πολλά βάζανε και μουλάρια. Οι νοικοκυραίοι που είχανε μουλάρια βάζανε στο αλώνισμα και μουλάρια. Ο γερο Μπούρικας, ο Μήτσος ο Τσάλας, ο Μάγερας, ο Τζελάτσης και ο πατέρας μου είχανε μουλάρια. Τα μουλάρια τα βάζανε στη μέση στο αλώνισμα, γιατί δεν πηγαίνανε αυτά άκρη, δεν μπορούσε να τρέξει το μουλάρι ίσα με το άλογο. Κατε τις 2 η ώρα τα βγάζαμε πάλι να τα ποτίσουμε και να φάνε λίγο κανα δύο χερόβολα βρωμάρι. Κοροϊδία ήτανε, δεν ήτανε φαΐ αυτό. Πιο πολύ για να ξεκουραστούνε ήτανε. Μετά τα βάζαμε πάλι μέσα και βάραγε το αφεντικό ή η γυναίκα του ή κανα παιδί, γιατί οι βαλμάδες τρώγανε. Μετά το γυρίζαμε πάλι ταλώνι, τα βάζαμε κάνανε 15-20 βόλτες (καμιά ώρα περίπου) και μετά το ξαναγυρίζαμε με δικούλια και με φυάρια, ξύλινα ήτανε τα φυάρια. Έπειτα από 10 βόλτες τελείωνε το αλώνι. Γινότανε. Βγάζαμε τα άλογα στην πάντα, τους βάζαμε να φάνε και αρχίζαμε και μαζεύαμε το αλώνι και κάναμε το λαμνί. Πριν αρχινίσουμε να μαζεύουμε έκανε το αφεντικό ένα σταυρό. Το λαμνί το μαζεύαμε όχι σουρό, αλλά έτσι σαν τούβλο, με πλάτος κάνα μέτρο-ενάμιση μισό δεξιά μισό αριστερά από το στιχερό και μήκος δύο μέτρα περίπου. Το μήκος το βάζανε από ανατολή κατε τη δύση, ώστε με το ξανέμισμα που φύσαγε βοριάς να πηγαίνει το άχιουρο στο νοτιά και να μένει το στάρι βορινά. Το σκουπίζαμε καλά το αλώνι και όσο στάρι μαζεύαμε το ρίχναμε με τα φυάρια πάνου στο λαμνί. Άμα φύσαγε αέρας ξανέμαγες και από την ίδια μέρα. Άμα δε φύσαγε περίμενες να φυσήξει . Και καμιά βδομάδα περίμενες. Άμα λιώνανε καλά τα δεμάτια, στο τέλος μένανε στο αλώνι άχιουρα και στάρι μαζί, πάχος καμιά πεθαμή. Από κει που στην αρχή τα δεμάτια ήτανε όρθια και τα άλογα μπαίνανε μέχρι το λαιμό, το λιώναμε και το κάναμε μία πεθαμή. Μετά φιάναμε το λαμνί, μαζεύαμε το αλώνι όπως είπαμε και πατάγαμε από πάνου για να σφίξει, ρίχναμε άλλο και ξαναπατάγαμε και γενότανε σκληρό. Περπάταγες πάνου και δεν έσπαγε. Ανεβαίναμε πάνου 3-4 νοματαίοι που ξανεμάγαμε με τα δικούλια και περπατάγαμε σε τριάδες ή τετράδες. Πηγαίναμε και γυρίζαμε μέχρι να κατεβεί το λαμνί. Όσο χαμήλωνε το λαμνί είχε πιο πολύ στάρι και αφήναμε τα δικούλια και ξανεμάγαμε με τα ξύλινα φυάρια. Άμα σε βοήθαγε ο καιρός το παιρνες και μονομερήτικο το αλώνι. Άμα δε φύσαγε καθόμασταν εκεί με τη σειρά, νύχτα μέρα και το φυλάγαμε γιατί ξεπέτανε ζα και το τρώγανε. Είχαμε την έννοια μη φυσήξει και τη νύχτα πεταγόμαστανε από τον ύπνο μας και ξανεμάγαμε ότι ώρα και να ήτανε, όλη τη νύχτα. Ξανεμάγαμε με τα φυάρια πολλή ώρα γιατί είχε πολύ ψιλό άχιουρο.

Το μαζεύαμε ύστερα σουρό, στρώναμε χάμου κουρελούδες και ντρομίδες και το δριμονίζαμε με το δριμόνι. Το δριμόνι ήτανε ένα μεγάλο κόσκινο με διάμετρο κανα μέτρο που είχε στην άκρη ένα χαλκά, όπως ένα ταψί που κρεμάμε στον τοίχο. Περνάγαμε το χαλκά στο μεσανό χαλό του δικουλιού που το βάζαμε ανάποδα με τους χαλούς κατεπάνου και από κάτου βάζαμε ένα παπούτσι ή μία βαθουλωτή πέτρα, για να μην τρυπάει το ρούχο και ένας έριχνε μέσα στο δριμόνι και ο άλλος δριμόνιζε δηλαδή κούναγε το δρυμόνι μπρός πίσου ανατολή δύση, όχι δεξιά αριστερά. Μετά το δριμόνισμα το αφήναμε 2-3 ώρες να στεγνώσει και μετά το σακιάζαμε και μετράγαμε πόσα ξάγια κάναμε. Κρατάγαμε το βορινό στάρι 10-15 ξάγια ανάλογα και με το λαμνί για σπόρο και το υπόλοιπο για φαί. Όσα στάχια μένανε από το δριμόνισμα που δεν ήτανε πατημένα καλά από τα άλογα τα κοπανάγαμε με τον κόπανο που πλέναμε στο ρέμα και όσο στάρι καλό βγάζαμε το παίρναμε. Άμα δεν ήτανε καλό το βάζαμε στα σίβαλα για τις κότες. Τα άχιουρα τα κουβαλάγαμε στο χωριό στις αχιουργιώνες με τα χαράρια, που ήτανε μεγάλα τσουβάλια τρίχινα ή κουρελούδες που τις ράβαμε σα μεγάλα τσουβάλια και άμα κουβαλάγαμε τα άχιουρα τις ξεράβαμε και πηγαίναμε στο ρέμα και τις πλέναμε. Μετά τα άχιουρα σκουπίζαμε το αλώνι και το στάρι που είχε πέσει με τα άχιουρα το μαζεύαμε σε ένα τσουβάλι για τις κότες. Ήτανε τα σίβαλα. Άμα είχε μείνει στάρι καθαρό και ψωμουμένο του κάναμε ξανέμισμα και το παίρναμε για φαΐ. Άμα ήτανε αψώμουτο το αφήναμε σίβαλα για τις κότες. Οι μεγάλοι νοικοκυραίοι κάνανε 150-200 ξάγια στάρι. Μία φορά θυμάμαι ο Λαμπράκης είχε κάνει 240 ξάγια. Πληρώναμε και δεκάτη τότε στην κοινότητα. Ερχότανε κει που είχαμε δριμονίσει το στάρι και το είχαμε σουρό ένας από την κοινότητα, ο πρόεδρος ή ένας σύμβουλος. Άμα δεν ερχότανε αυτός δεν το έπαιρνες θα σου έβαζε παραπάνου. Ερχότανε εκεί πέρα και ξέρεις τι μέτρο έκανε; Έπαιρνε το δικούλι και το έβαζε ανάποδα, όχι με τα χαλιά στη μέση στο σουρό και μέτραγε με το χέρι πόσες πεθαμές ύψος είχε ο σουρός και σου έλεγε τόσα ξάγια είναι. Έφερνες και αντιρρήσεις καμία φορά, του έλεγες όχι δεν είναι τόσο. Συμφωνούσαμε κάπου και πληρώναμε μετά το10% της αξίας του σταριού. Αν και το λέγανε δεκάτη δεν πλήρωνες όλο το ποσό, το κανονικό, κάτι σου χάριζε ο πρόεδρος με το συμβούλιο. Άμα ήτανε 100 πλήρωνες περίπου 80, αλλά άμα θέλανε καμία φορά πλήρωνες και 100, ήτανε στη κρίση του συμβουλίου. Αυτή τη δεκάτη τη θυμάμαι από τον καιρό που ήμανε παιδί μέχρι τον καιρό που παντρεύτηκα. Μερικοί από τους συμβούλους πηγαίνανε και μετράγανε τα δεματικά να δούνε πόσα δεμάτια είχες, αλλά τα κόβαμε, τα πετάγαμε, τα κρύβαμε, τ αφήναμε ποτέ όλα; Έπαιρνε η κοινότητα τη δεκάτη παίρνανε και οι βαλμάδες ένα ξάγι την ημέρα ο καθένας τι να σου μείνει; Στους βαλμάδες έδινε το αφεντικό ένα ξάγι στάρι, αλλά το ξάγι το κοβε από πάνου. Έβαζε το δικούλι έτσι ποπάνου και το κοβε και σούλεγε, «κοίτα μην το κουνήσεις και πατηκωθεί». Σκότωνες όλη την ημέρα το άλογό σου και πεδευέσανε και συ για να πάρεις δέκα οκάδες στάρι, εννιά καμία φορά άμα ήτανε αψώμουτο, γιατί πρώτα έπαιρνε ο νοικοκύρης το καλό στάρι το βορινό και μετά έδινε στους βαλμάδες. Ή που είμασταν και μουρλοί. Ένα ξάγι στον Αγιώργη, ένα ξάγι και στο Μπούζι ένα και στο Βαρυπόμπι, γιατί πηγαίναμε και στο Μπούζι και στο Βαρυπόμπι και αλωνίζαμε και δεν βάζαμε τη διαδρομή σύρε κι έλα. Μία φορά αλωνίζαμε στο Βαρυπόμπι στης Λούλας του Αρίστου τον πατέρα. Ήμασταν οχτώ Αγιωργήτες. Ήρθε το μεσημέρι ένας Κότσαρης από του Λάλα. Ήρθε κειπέρα για να βρει ζα για να αλωνίσει το αλώνι του. Βάραγα εγώ τα άλογα και τα τράβαγα μέσα όξου, που τόκανα μπαρούτι το αλώνι. Και είπε αυτός ο Κότσαρης του Θανάση του δάσκαλου και του Μπούρικα. «Ρε τι τούρκος είναι αυτός που τα βαράει έτσι;». « Ποιο είναι το άλογό του; » είπε. «Το ζω του ποίο είναι;». Το δικό μου ήτανε ακρινάρι. Τον Τούρκο λέει «γερός αυτός, αλλά έχει και καλό άλογο.» Μετά όταν με βγάλανε έξω και περίλαβε άλλος, γιατί αλλάζαμε στο βάρημα, μου λέει ο Μπούρικας να πάμε την Πέμπτη σαυτουνού το αλώνι να αλωνίσουμε. Ήτανε και ο Τίγκας και ο Γιαννούκος και ο Στελιαράς και του λέου εγώ δεν έρχομαι θα κάνου το δικό μου αλώνι την Πέμπτη, θέλεις εσύ πήγαινε. Λέει ο Κότσαρης. Εγώ όποια μέρα έρθετε θέλου να τρώνε, ούτε Παρασκευή ούτε Τετάρτη,γιατί ήθελε να σφάξει πράμα, είχε πράματα αυτός. Συμφωνήσαμε να πάμε το Σάββατο και πήγαμε. Εκεί περάσαμε καλά και φαί και κρασί και όλα, αλλά δεν μας έδωσε 15 οκάδες που είχαμε συμφωνήσει μας έδωσε ένα ξάγι, μόνο που δεν το έκοψε. Το βράδυ που γυρίζαμε δεν ερχόμαστανε στο χωριό. Παίρναμε μία κουρελού και κοιμόμαστανε στους Χόντρους για να βοσκήσουν και τα άλογα. Δεν υπήρχαν περιβόλια τότε, ένα ήτανε του Τζελάρα κει που είναι σήμερα του

Χαλκίδα Ιούλιος 2012 - Γιάννης Πρ. Μούντριχας